- πόππυσμα
- τὸ, ΜΑ [ποππύζω]μσν.συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείληαρχ.1. κολάκευμα, θωπεία2. ηχηρό φίλημα με συμπίεση τών χειλιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πόππυσμα — smacking of lips neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππυσμάτων — πόππυσμα smacking of lips neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποππύσματα — πόππυσμα smacking of lips neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)